- αυτεπιστασία
- ηεπίβλεψη της καλλιέργειας κτήματος από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αυτεπιστασία — η (Μ αὐτεπιστασία) αυτοπρόσωπη επιστασία, δηλαδή επίβλεψη και παρακολούθηση κατά την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου έργου … Dictionary of Greek
αὐτεπιστασίας — αὐτεπιστασίᾱς , αὐτεπιστασία to be present oneself fem acc pl αὐτεπιστασίᾱς , αὐτεπιστασία to be present oneself fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)